- μίανσις
- -εως ἡ N 3 1-0-0-0-0=1 Lv 13,44pollution; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
μίανσις — pollution fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιάνσει — μίανσις pollution fem nom/voc/acc dual (attic epic) μιάνσεϊ , μίανσις pollution fem dat sg (epic) μίανσις pollution fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίανσιν — μίανσις pollution fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίανση — η (Α μίανσις) [μιαίνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μιαίνω, βεβήλωση, μαγάρισμα 2. μόλυνση, ρύπανση 3. μτφ. ηθική μόλυνση … Dictionary of Greek